- ἀντιπολιτευόμενος
- ἀντιπολιτεύομαιto be a political opponentpres part mp masc nom sgἀντιπολῑτευόμενος , ἀντιπολιτεύομαιto be a political opponentpres part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
Αναγνώστου — I Επώνυμο τριών αγιογράφων. 1. Γεώργιος (18ος αι.). Γεννήθηκε στα Φουρνά της Ευρυτανίας. Σπούδασε ζωγραφική στο εργαστήριο του Διονυσίου «του εκ Φουρνά ιστοριογράφου», που λειτούργησε από τους μαθητές του Διονυσίου και ύστερα από τον θάνατο του… … Dictionary of Greek
Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… … Dictionary of Greek
Μπεναρόγια, Αβραάμ — (Βουλγαρία 1877 – Ισραήλ 1979). Ελληνοεβραίος πολιτικός. Υπήρξε ο ιδρυτής της Φεντερασιόν ή Σοσιαλιστικής Εργατικής Ομοσπονδίας (με έδρα τη Θεσσαλονίκη), ενώ συμμετείχε το 1918 και στην ίδρυση του ΣΕΚΕ (Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδος).… … Dictionary of Greek
Ντεκάζ — (Decazes). Επώνυμο οικογένειας Γάλλων πολιτικών. 1. Ελί (Elie, Σεν Μαρτέν αν Λε 1780 – Ντεκαζβίλ 1860). Δικαστικός κατά τη ναπολεόντεια περίοδο και σύμβουλος της Λετίτσια Ραμορίνο, μητέρας του Ναπολέοντα, έγινε ένας από τους πρώτους και πιο… … Dictionary of Greek
αντιπολιτεύομαι — αντιπολιτεύομαι, αντιπολιτεύτηκα και αντιπο λιτεύθηκα βλ. πίν. 20 Σημειώσεις: αντιπολιτεύομαι : η μτχ. ενεστώτα αντιπολιτευόμενος χρησιμοποιείται κυρίως ως επίθετο (οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες → οι εφημερίδες που ασκούν αντιπολίτευση) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής